- σιδηροχάρμης
- σιδηρο-χάρμης, ὁ, in Eisen kämpfend, Beiw. der gepanzerten Kampfrosse
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σιδηροχάρμης — ὁ, Α (για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα 2. πιθ. αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα 3. (κατ επέκτ.) μαχητικός, φιλοπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. χαλκο χάρμης] … Dictionary of Greek
σιδηροχαρμᾶν — σιδηροχάρμης fighting masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδαροχαρμᾶν — σιδᾱροχαρμᾶν , σιδηροχάρμης fighting masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)